- περίξεστος
- περί-ξεστος: polished on every side, Od. 12.79†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
περίξεστος — η, ο, Ν [περιξέω] αυτός που έχει ξεστεί ή λαξευθεί γύρω γύρω … Dictionary of Greek
περιξεστός — ή, όν, Α [περιξέω] ξεσμένος, στιλβωμένος γύρω γύρω … Dictionary of Greek
περιξεστοῦ — περιξεστός polished round about masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιξεστῇ — περιξεστός polished round about fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιξεστῷ — περιξεστός polished round about masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)